- (ε)πιστρόφια
- (ε)πιστρόφιατατο πρώτο επίσημο τραπέζωμα των νιόπαντρων και των συγγενών και φίλων του γαμπρού που γινόταν στην όγδοη ημέρα μετά το γάμο στο σπίτι των γονιών της νύφης.πιστρόφιατα1. η επιστροφή, γυρισμός: Στα πιστρόφια το καράβι κάτασπρ' άπλωνε πανιά.2. το πρώτο τραπέζι μετά το γάμο στο σπίτι της νύφης.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.